- λατρευτά
- λατρευτόςneut nom/voc/acc plλατρευτά̱ , λατρευτόςfem nom/voc/acc dualλατρευτά̱ , λατρευτόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατρευτάς — λατρευτά̱ς , λατρευτός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… … Dictionary of Greek